- περισπούδαστος
- -η, -ο / περισπούδαστος, -ον, ΝΜΑ [περισπουδάζω]νεοελλ.1. ο άξιος πολλής σπουδής και μελέτης, πολύ αξιόλογος, πολύ σημαντικός, μνημειώδης («περισπούδαστο σύγγραμμα»)2. αυτός που γίνεται με πολλή σοβαρότητα, που φανερώνει πολλή μελέτη, βαθυστόχαστος3. βαθύς, βαθυστόχαστος, εμβριθήςμσν.-αρχ.αυτός που επιδιώκεται με μεγάλη σπουδή, πολύ επιθυμητός, περιπόθητος, περιζήτητος («ἀοίδιμος δι' ἐμὲ ἦσθα καὶ περισπούδαστος», Λουκιαν.)αρχ.πρόθυμος σε κάτι.επίρρ...περισπουδάστως ΝΜΑ και περισπούδαστα Ννεοελλ.με πολλή σπουδή και σοβαρότητα, βαθυστόχασταμσν.-αρχ.με την φροντίδα και την επιμέλεια που πρέπει.
Dictionary of Greek. 2013.